αὐτός

αὐτός
αὐτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς: -ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αῖς: acc.; -ῶν)
1 emphatic adj., himself, herself
a nom.,

Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48

ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62

αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135

ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56

δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50

τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91

ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.
b c. subs.

αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50

οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76

Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169

Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31

ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1

ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8
c c. pron.

κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.
2 reflex. pron.

ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” (αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.
3 him, her, it pers. pron.

ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57

ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40

χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45

Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65

αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98

γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32

δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32

τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101

Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19

δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44

πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμενP. 4.38

ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128

τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200

τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218

κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3

ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118

ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8

ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27

ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69

δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68

πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49

εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89

θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36

νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15

ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39

ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ. . 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.
4 ὁ αὐτός v. C. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὑτός — αὐτός , αὐτός self masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτός — self masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… …   Dictionary of Greek

  • αυτός — ή, ό 1. προσωπική αντωνυμία του γ προσώπου: Εγώ μιλούσα κι αυτός χάζευε. 2. αντωνυμία δεικτική: Σ αυτό το δρόμο κάθομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αὐτὸς ἔφα. — αὐτὸς ἔφα. См. Сам сказал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αυτός έφα —         (autos epha) (греч.) сам (учитель) сказал. По преданию, пифагорейцы о своём учителе, подчёркивая непререкаемость его слов. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С.… …   Философская энциклопедия

  • Αὐτός τι νῦν δρῶν, εἶτα τοὺς θεοὺς κάλει. — См. На Бога надейся, а сам не плошай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. — ὅταν σπεύδη τις αὐτός, ῶ θεὸς συνάπτεται. См. Смелым Бог владает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εἰ δὲ κακὸν εἴπῃς, τάχα κ’αὐτὸς μεῖζον ἀκούσαις. — См. Кто говорит, что хочет, услышит чего и не хочет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁ αὐτὸς ἔλεγεν, ὅτι τὸ πᾶσιν ἠρέσάι δυσχερέστατόν ἐστιν. — См. На весь свет не угодишь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”